1 4 5 blog / Genesis Photo Press: (2) Ιστορία γι’ αγρίουςGenesis

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

(2) Ιστορία γι’ αγρίους


 

Του Χρήστου Πριτσαπίδουλα

-Γιαννακόπουλου

Δημοσιογράφου

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Βρέθηκα στις Σέρρες μόνος κι ανυπεράσπιστος. Κοιμήθηκα τον ύπνο του δικαίου σε ξενοδοχείο και το πρωί βρέθηκαν ενώπιος ενωπίω στον ανακριτή ∙ με κοίταξε για δευτερόλεπτα αμήχανος, χωρίς να μιλάει, όσο του εξηγούσα το λόγο της παρουσίας μου.

Με έβαλε να καθίσω, με κέρασε καφέ (!), έκλεισε την πόρτα ∙ αφού είπε στον υπάλληλο που καθόταν στο προηγούμενο δωμάτιο, «δεν είμαι εδώ για κανέναν».

Του μίλησα ανοιχτά και καθαρά για όσα γνώριζα, από τότε που υπηρετούσα ως επιλοχίας λόχου διοικήσεως στην τοπική μονάδα.

Για όσα μου έλεγε εμπιστευτικά αλλά και με έπαρση ο δεκανέας του Α2 –και ανήκε οργανικά στο λόχο. Για τις χειροβομβίδες στο φυλάκιο εισόδου ∙ καλά κρυμένες. Για το χοντρό σπάγγο στο φοριαμό του γραφείου του. Πάνω απ’ όλα για τα αντικομμουνιστικά σχέδιά του.

«Μόνος του τα σχεδίαζε;»

«Όχι…»

«Σου έλεγε ονόματα;»

«Πλαγίως… γι’ αυτό νόμιζα ότι είναι παραμυθατζής, με εμμονές.»

«Ποιοι ήταν; Ανώτεροί του;»

«Ο λοχαγός του στο Α2 και ο αντίστοιχος στη Μεραρχία.»  

«…τι άλλο;»

«Τον έβαζαν να κάνει παρακολουθήσεις. Όταν κάποτε πέρασε ο Θεοδωράκης από την πόλη τον είχε πάρει από κοντά, με πολιτικά ∙ τα είχε πρόχειρα στο φυλάκιο. Όλοι σιωπούσαν μπροστά του. Μπορεί και να τον φοβούνταν…»

«…τι άλλο;»

«…να, όταν έφευγε από την πόλη ο Θ. τον παραφύλαξε και πυροβόλησε για εκφοβισμό του.»

Πέρασε η ώρα με επαναλήψεις και ανάπτυξη λεπτομερειών. Έδειχνε φιλικός ∙ ίσως για να ανοιχτό. Η ματιά του δεν με άφηνε δευτερόλεπτο. Και η στιγμή που παίζονταν όλα έφτασε:

«Ποιος θα πιστοποιήσει όσα λες; Χωρίς μάρτυρες δεν στέκεται όρθιο τίποτε…»

«Ο Κώστας Τάδε και η Μαρία Δείνα. Τους μίλησα όταν σε γιορτή των λαμπράκηδων που πήγα με το «φίλο», αλλά δεν με πίστεψαν όπως φαίνεται.»

«Θα τους βρούμε, τώρα…»

Πήγε στο διπλανό δωμάτιο, αφού έκλεισε την πόρτα, και επίστρεψε σε κανένα τέταρτο. Άρχισα να φοβάμαι. Κι αν δεν βρίσκονταν οι μάρτυρες. Κι αν φοβόντουσαν ∙ αν δεν με αναγνώριζαν; Ίδρωσα παρόλο που έκανε κρύο.

Όταν βρέθηκαν μπρος μου ήμουνα παγωμένος.

Ευτυχώς όλα πήγαν κατ’ ευχή. Επανέλαβαν όσα τους είχα αποκαλύψει ∙ ηρέμησα. Γράφηκαν όλα, αφού περιλήφθηκαν και δυο ονόματα συμπατριωτών μου στους οποίους «είχα εμπιστευτεί όσα ήξερα, σε χρόνο ανύποπτο». Ήταν οι Δημήτρηδες Α και Β!

Γύρισα στο ξενοδοχείο, πήρα το σακούλι μου και αναχώρησα από την πόλη που με «φιλοξένησε» ένα ολόκληρο χρόνο, χωρίς ούτε μια μέρα άδεια, λόγω αδεκαρίας και έλλειψης χρόνου.

Το περίεργο είναι ότι αυτή η ιστορία χάθηκε στη λησμονιά του χρόνου .

(Συνεχίζεται)  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου